- ἐπικεκρίσθαι
- ἐπικρίνωdecideperf inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπικρίνω — Α εκλέγω επί πλέον («τὸν μὲν πατέρα ἐπικεκρίσθαι τῷ α ἔτει, ἐμὲ δὲ προσεπικεκρίσθαι τῷ α ἔτει», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικρίνω «ξεχωρίζω, εκλέγω»] … Dictionary of Greek